- κωνίς
- κωνίς, -ίδος, ἡ (Α) [κώνος](κατά τον Ησύχ.) «ὑδρίσκη».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek